αδιαρρύθμιστος

αδιαρρύθμιστος
-η, -ο [διαρρυθμίζω]
αυτός που δεν διαρρυθμίστηκε ή δεν μπορεί να διαρρυθμιστεί κατάλληλα, αμεταρρύθμιστος, ατακτοποίητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αδιαρρύθμιστος — η, ο αυτός που δε διαρρυθμίστηκε, ατακτοποίητος: Ο χώρος κοντά στην εκκλησία μένει δυστυχώς αδιαρρύθμιστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιάσκευος — ἀδιάσκευος, ον (Α) [διασκευή] αδιακόσμητος, αδιαρρύθμιστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”